κηλητήριος

κηλητήριος
κηλ-ητήριος, ον,
A charming, appeasing,

χοαί E.Hec.535

;

ᾄσματα Suid.

; τὸκ., = κήληθρον, S. Tr.575.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κηλητήριος — κηλητήριος, ον (Α) 1. αυτός που θέλγει, που μαγεύει («δέξαι χοάς μου τάσδε κηλητηρίους», Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κηλητήριον κήληθρον*, μαγικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλητήρ (< κηλῶ «μαγεύω, θέλγω»)] …   Dictionary of Greek

  • κηλητήριον — κηλητήριος charming masc acc sg κηλητήριος charming neut nom/voc/acc sg κηλητήριος charming masc/fem acc sg κηλητήριος charming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλητηρίους — κηλητήριος charming masc acc pl κηλητήριος charming masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλητήρια — κηλητήριος charming neut nom/voc/acc pl κηλητήριος charming neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”